βελόφυλλος

βελόφυλλος
-η, -ο
(για φυτά) αυτός που έχει βελοειδή φύλλα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • άλισμα — (alisma). Γένος πολυετών φυτών της οικογένειας των αλισματιδών. Το γένος αριθμεί πολλά είδη, όλα υδροχαρή, ποώδη, με φύλλα μακρόμισχα, που έχουν παράλληλες νευρώσεις. Τα άνθη τους είναι μόνοικα, με κάλυκα με τρία σέπαλα και στεφάνη επίσης με τρία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”